αμμοσκοπία

αμμοσκοπία
η (Α ἀμμοσκοπία)
η αμμομαντεία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + -σκοπία < -σκόπος < σκοπός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμμοσκοπίαν — ἀμμοσκοπίᾱν , ἀμμοσκοπία divination by sand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”